δυσέμβλητος

δυσέμβλητος
δυσέμβλητος, -ον (A)
φρ. «ὀστέα δυσέμβλητα» — οστά που δύσκολα ξαναμπαίνουν στη θέση τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δυσέμβλητα — δυσέμβλητος hard to set neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσέμβολος — δυσέμβολος, ον (AM) φρ. «δυσέμβολον ὄρος» δυσπρόσιτο, δυσκολοανάβατο όρος αρχ. 1. δυσέμβλητος 2. δύσκολος για εισβολή, δυσκολοπάτητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”